- ωτασπίδα
- kulak tıkacı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ωτασπίδα — η, Ν βλ. ωτοασπίδα … Dictionary of Greek
ωτοασπίδα — και ωτασπίδα, η, Ν συν. στον πληθ. οι ωτοασπίδες βύσματα από εύπλαστο υλικό, με τα οποία αποφράσσονται οι έξω ακουστικοί πόροι για αποφυγή θορύβου ή για προστασία από νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ασπίδα] … Dictionary of Greek